ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek
νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές … Dictionary of Greek
πιναρωτός — ή, όν, Μ [πιναρός] διακοσμημένος με συνυφασμένα μαργαριτάρια … Dictionary of Greek
Βακτριανή — Ανατολική επαρχία της αρχαίας Περσικής αυτοκρατορίας (σήμερα περιοχή του βόρειου Αφγανιστάν), που ονομάστηκε έτσι από την πρωτεύουσά της Βάκτρα. Αποτελούσε τη δωδέκατη σατραπεία της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών και το όνομά της εμφανίζεται σε… … Dictionary of Greek
βραδυσεισμοί — Όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον Αρτούρ Ισέλ για τις βραδείες καθοδικές ή ανοδικές ηπειρογενετικές κινήσεις (ισοστασία) ενός μικρού ή μεγάλου μέρους του φλοιού της Γης. Ο β. ονομάζεται θετικός όταν η στεριά χαμηλώνει (καθοδική κίνηση), με… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Κολμπέρ, Zαv Μπατίστ — (Jean Batiste Colbert, Ρενς 1619 – Παρίσι 1683). Γάλλος πολιτικός. Προερχόταν από την εμπορική αστική τάξη και το 1651 έγινε οικονομικός διαχειριστής του υπουργού του Λουδοβίκου ΙΔ’, Μαζαρέν, ο οποίος τον υπέδειξε στον βασιλιά πριν πεθάνει (1661) … Dictionary of Greek